ιαπωνική

ιαπωνική
η японский язык

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιαπωνική" в других словарях:

  • ιαπωνική — η τα ιαπωνικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αματεράσου — Ιαπωνική θεότητα της σιντοϊστικής θρησκείας. Σύμφωνα με την αρχαία ιαπωνική θεογονία, η θεά Ιζανάγκι γέννησε από το αριστερό μάτι της τη θεά Α., από την οποία κατάγονται και οι αυτοκράτορες της Ιαπωνίας …   Dictionary of Greek

  • γκέισα — Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά …   Dictionary of Greek

  • τένται — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • τεντάι — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που την εισήγαγε από την Κίνα το 806 ο Ντενγκιό Νταϊσί (767 822). Στην Κίνα ονομαζόταν Τ’ιέν – τ’άι, από την ονομασία μιας μονής της επαρχίας της Τσεκιάνγκ, από την οποία εξαπλώθηκε τον 6o αι. Βασισμένη στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • εμακιμονό — Ιαπωνική λέξη που αναφέρεται στις αρχέγονες μορφές του εικονογραφημένου βιβλίου, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τις περιόδους Xεϊάν και Kαμακούρα. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, φιλοτεχνημένα μαζί με γραπτές περικοπές, σε μακριές λωρίδες χαρτιού,… …   Dictionary of Greek

  • ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ικεμπάνα — Ιαπωνική τέχνη διατήρησης των λουλουδιών, μέσω ενός ειδικού συστήματος τοποθέτησής τους σε βάζα. Ο όρος σχηματίζεται από τις ιαπωνικές λέξεις ίκε ρου (= ζω, διατηρώ ζωντανό) και μπάνα (= λουλούδι). Οι πρώτες αρχές της ι. ανάγονται στον 6o αι. μ.Χ …   Dictionary of Greek

  • καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… …   Dictionary of Greek

  • σίνγκον — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα το 806 αλλά που προερχόταν από τον Κόμπο Νταϊσί (774 835). Οι διδασκαλίες του βασίζονται στην αντίληψη ότι το σύμπαν αποτελεί εκδήλωση της κοσμικής συνείδησης, ταυτιζόμενη με το Βούδα,… …   Dictionary of Greek

  • Τοκουγκάβα — Ιαπωνική οικογένεια, η οποία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιαπωνικής ιστορίας. Με τον θάνατο του αυτοκράτορα Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (1598), έπρεπε να τον διαδεχτεί στην εξουσία κατά τις οδηγίες του, ο μικρός γιος του Χιντεγιόρι, με τη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»